- αγκυλογλωσσία
- η Ιατρ.συγγενής (εκ γενετής) βράχυνση τής μεμβράνης η οποία συνδέει την κάτω επιφάνεια τής γλώσσας με το έδαφος τού στόματος (χαλινός της γλώσσας), πράγμα που μερικές φορές εμποδίζει τη γλώσσα να βγαίνει έξω από το στόμα (γλωσσοδέτης).[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αγκύλος + γλώσσα + κατάλ. –ία, πρβλ. νεολατιν. ankyloglossia].
Dictionary of Greek. 2013.